δείλετο

δείλετο
δείλη, δείλετο
See also: s. δείελος.
Page in Frisk: 1,356

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δείλετο — δείλομαι verge towards afternoon imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείλομαι — (I) δείλομαι (Α) φρ. «δείλετο τ ἠέλιος» κι ο ήλιος έγερνε στη δύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δείλομαι, τού οποίου η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από το δείλετο (απαντά στην Οδύσσεια), είναι μετονοματικό παράγωγο τού δείλη* (για τον σχηματισμό πρβλ. και θέρμετο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”