- δείλετο
- δείλη, δείλετοSee also: s. δείελος.Page in Frisk: 1,356
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
δείλετο — δείλομαι verge towards afternoon imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείλομαι — (I) δείλομαι (Α) φρ. «δείλετο τ ἠέλιος» κι ο ήλιος έγερνε στη δύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δείλομαι, τού οποίου η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από το δείλετο (απαντά στην Οδύσσεια), είναι μετονοματικό παράγωγο τού δείλη* (για τον σχηματισμό πρβλ. και θέρμετο… … Dictionary of Greek